- περιέρχομαι
- ΝΜΑ1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.)2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» β. «περιέρχομαι σε αδιέξοδο» γ. «ἐς φθίσιν περιῆλθεν ἡ νοῡσος», Ηρόδ.)μσν.-αρχ.1. (για επαίτες και μοναχούς) περιπλανώμαι από τόπο σε τόπο2. απατώ, εξαπατώ (α. «σοφίῃ γὰρ περιῆλθέ μιν» — τὸν ξεπέρασε στην εξυπνάδα, στην πονηριά, τόν εξαπάτησε, Ηρόδ.β. «περιέρχεται δι' ἀπάτης τὸν ἄνθρωπον», Γρηγ. Νύσσ.)3. εξετάζω λεπτομερώς («κακοδοξίαν περιελθόντας», Ευσ.)αρχ.έρχομαι ολόγυρα από κάποιον, περικυκλώνω («κύκλῳ περιῆλθε τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («περιῆλθεν ὁ ἐνιαυτός», Ξεν.)3. (για ουράνια σώματα) εκτελώ περιφορά, περιστρέφομαι («ὁπόταν ὁ ἤλιος τὸν ἑαυτοῡ περιέλθῃ κύκλον», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.